- ὤσεως
- ὤσεω̆ς , ὦσιςthrustingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πήλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πηλώ] το να αλείφει κανείς κάποιον άλλο ή τον εαυτό του με λάσπη … Dictionary of Greek
πίλωσις — ώσεως, ἡ, Α [πιλώ (II)] η πίληση … Dictionary of Greek
πίνωσις — ώσεως, ἡ, Α [πινούμαι] πιθ. ρύπανση … Dictionary of Greek
πίττωσις — ώσεως, ἡ, Α (αττ. τ.) βλ. πίσσωση … Dictionary of Greek
παράπτωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [παραπίπτω] γραμματικό λάθος αρχ. 1. τό να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι 2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση 3. καταδίωξη 4. φρ. α) «ἡ τοῡ τόπου παράπτωσις» θέση κάποιου τόπου… … Dictionary of Greek
παράτρωσις — ώσεως, ἡ, Α [παρατιτρώσκω] κακοποίηση … Dictionary of Greek
παρέκπτωσις — ώσεως, ἡ, Α [παρεκπίπτω] πτώση προς τα έξω, ολίσθημα … Dictionary of Greek
παραδιόρθωσις — ώσεως, ἡ, Α [παραδιορθώ] διόρθωση κειμένου στο περιθώριο … Dictionary of Greek
παραζήλωσις — ώσεως, η, Α [παραζηλώ] ζήλος, άμιλλα … Dictionary of Greek
παρακένωσις — ώσεως, ἡ, Μ [παρακενώ] έκκριση, εκκένωση από τα πλάγια … Dictionary of Greek